ἀμμάτας

ἀμμάτας
ἀμμάτᾱς , ἀνά-ματάω
to be idle
imperf ind act 2nd sg (homeric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αμμάτας — (7ος αι. μ.Χ.). Αδελφός του τελευταίου ηγεμόνα των Βανδάλων της Καρχηδόνας, Γελίμερου. Όταν ο στρατηγός Βελισάριος αποβιβάστηκε στη βόρεια Αφρική, ο Γελίμερος διέταξε τον Α. να προσπαθήσει να παρασύρει τον στρατηγό σε ενέδρα, στο προάστιο Δέκεμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”